- πικραμυγδαλόλαδο
- τολάδι από πικραμύγδαλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πικραμυγδαλόλαδο — το, Ν βλ. πικραμυγδαλέλαιο … Dictionary of Greek
πικραμυγδαλέλαιο — και πικραμυγδαλόλαδο, το, Ν αιθέριο έλαιο τού καρπού τής πικραμυγδαλιάς, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη σαπωνοποιία, αφού αφαιρεθεί το υδροκυάνιο που περιέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικραμύγδαλο + έλαιο / λάδι] … Dictionary of Greek